Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Μια απρόσμενη επανασύνδεση…

Σπονδή σ’ ένα «μισοτελειωμένο» χρονικό γύρω από το έργο
                                                                                               της Οργάνωσης Νέων Ελλήνων Βενεζουέλας. 


Όσο μεγαλώνουμε, κατά πως λένε, έχουμε περισσότερο παρελθόν και λιγότερο μέλλον. Συχνά έρχονται στιγμές –δεν είναι και λίγες– που κάνεις μια στάση στο παρόν και, κοιτάζοντας προς τα πίσω, βλέπεις πως μπλέκονται ένα σωρό ιστορίες, γεγονότα, βιώματα. Δε λένε να μας αποχωριστούν κι όλο μας γυροφέρνουν. Είναι αυτές οι μικρές παρενθέσεις που εξακολουθούν να μένουν στο νου μας σαν κειμήλια υφασμένα με μνήμες και ονείρατα. Αυτή, νομίζω, είναι η αδιαπραγμάτευτη επιθυμία όλων μας ν’ αγκαλιάζουμε όσα μας σημάδεψαν κατά καιρούς στην εκεί ζωή μας. 
Και συμβαίνει καμιά φορά, εκεί που πάει ν’ αδειάσει και να στεγνώσει η κλεψύδρα, έρχεται μια απρόσμενη πρόσκληση επανασύνδεσης, λες ένα ναι και… ξαναρχίζει της ζωής το μέτρημα. Έτσι συνέβη λοιπόν, είτε αυθόρμητα είτε –το πιθανότερο– από υποχρέωση και ανάγκη το «ναι» της αποδοχής εκ μέρους μου, ήταν υπόσχεση αλλά και χρέος.
Πολλά είναι τα θέματα της ιστορίας του Ελληνισμού της Βενεζουέλας που θα πρέπει να αναδειχτούν. Γι’ αυτό, χωρίς να αναζητώ άλλοθι, το έθεσα σαν χρέος μου να συμβάλλω και να προσθέσω, την ελάχιστη πινελιά μου σ’ αυτό που, σαν ένας πίνακας που έμεινε στη μέση, θα πρέπει να αποπερατωθεί. Θα ήθελα, ωστόσο, για όλα αυτά και άλλα τόσα, να αφήσω μόνο μια ευχή: Μακάρι το Εγχείρημα να βρει τη θέση του στις καρδιές όσων θελήσουν να τείνουν χείρα βοήθειας. Όλα τούτα για αρχή, τώρα σημασία έχει η συνέχεια. Ας πάμε παρακάτω και παραπέρα.
 
Ωστόσο, θέλω τώρα να σταθώ ειδικά στην ενότητα Οργάνωση Νέων Ελλήνων Βενεζουέλας γιατί θεωρώ, και το δηλώνω μετά λόγου γνώσεως, ότι αξιοκρατικά, αυτή η Οργάνωση, δικαιούται αναμφισβήτητα το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο της Ιστορίας. Επειδή είχα την τύχη να γνωρίσω και να εκτιμήσω το έργο τους, επειδή, προσωπικά με επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό, επειδή κατά βάθος, και συμπαθάτε με που θα το πω: κυριολεκτικά τους ζήλεψα! Γι’ αυτό ας μου επιτραπεί να γράψω, επ’ αυτού, δυο λόγια. Το δικαιούμαι.
Πριν κάμποσα χρόνια λοιπόν, στο Καράκας, ήταν το 1974, εμφανίστηκε στα ξαφνικά μια ομάδα νέων κι άναψε τη φλόγα που έμελε να βάλει το στίγμα της στο άνυδρο πολιτιστικό περιβάλλον μας. Καταπιάνονταν με κάθε λογής Τέχνη κι ό,τι έκαναν το έκαναν καλά και σωστά. Το έργο τους, όποιο και να ήταν αυτό, ανέβλυζε πολιτισμό! Αυτό μας έλειπε τότε, αυτό χρειαζόμασταν εμείς οι απομακρυσμένοι Έλληνες, δεσμώτες στη ρουτίνα της καθημερινότητας.
Οι νέοι αυτοί είχαν τον τρόπο και την ικανότητα να δημιουργούν χώρο για την αποδοχή τους κι αυτό σήμαινε πάρα πολλά. Η  ύπαρξη τους –πιστέψτε με, το λέω με κάθε ειλικρίνεια– μας διαμόρφωσε και μας καθόρισε. Εμένα σίγουρα ναι. Άφοβα θα τους χαρακτήριζα σαν τη γενιά της ελληνικότητας που δεν υπήρχε, στη χώρα που ζούσαμε τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό.
Τώρα, στα πλαίσια ενός Εγχειρήματος που τολμά να ξαναφέρει στην επιφάνεια μια ξεχασμένη ιστορία, την ιστορία των Ελλήνων της Βενεζουέλας, είναι και μέλη εκείνης της ομάδας. Σε κείνους ανήκει, είναι μέλημα τους να φέρουν στο φως περισσότερα στοιχεία κι αυτό θα γίνει μέσα από το διασκορπισμένο πλούσιο αρχειακό υλικό. Και θα γίνει.
Ας θεωρηθούν τα λίγα τούτα λόγια μου σαν αντιπροσφορά σε όσα εκείνοι μου χάρισαν.

Στράτος Δουκάκης

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Αφιέρωμα στον Στράτο Δουκάκη

 Μια Δύση και μια Ανατολή ~ Naciente y Poniente

Αφιέρωμα στον Στράτο Δουκάκη

Έκδοση στα ελληνικά - Versión en griego
Dra. Cristina Tsardikos
Έκδοση στα ισπανικά - Versión en español
Prof. Ángela Gentile


Dra. Cristina Tsardikos
Médica especialista en Cirugìa General
Especialista Universitaria en Cirugìa Plàstica,
Estètica y Reparadora
 
Tel: 005411938209220
Buenos Aires
ARGENTINA

Κυριακή 1 Μαΐου 2016

ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ της ΒΑΛΕΝΣΙΑ

Στον Φίλο Στράτο Δουκάκη
Στρατής Γιαννίκος

Κι ως ξόδευε τη νιότη του ανάμεσα  στα γιασεμιά
Ανάμεσο στις πολεμίστρες της Μήθυμνας, σαν διάβαινε
Μια τρίαινα εφάνη στον πιο ακρινό του κάστρου
Προμαχώνα
Κι είπε δεν την αντέχω την αιώνια άνοιξη.
Τις ευωδιές του λιμανιού, την αρμύρα του βουνού
Βάρος τα νιώθω.
Βάρος τα νιώθω τ’ αστέρια τ’ ουρανού

Επήρε τις θάλασσες
Να βρει πατρίδα μακρινή.
Να βρει πατρίδα άλλη.
Χωρίς νερό – χωρίς γυαλό.
Εβγήκε  στα πέλαγα
Ετράβηξε να οργώσει –
 τις  στράτες της ζωής
Ζυμωμένος μ’ άνθια.

Δώθε Μεσόγειος – Κείθε οι Άτλαντες.
Έψαχνε να ‘βρει  το Μεγάλο Νερό
Και να το προσπεράσει.
Το Γκράντε της Βενετίας Κανάλε
Έψαχνε.
Τι πίσω ήθελε να αφήσει
Τους καταρράκτες της θύμισης.
Κι έφθασε με έσοδό του - το ξόδι της πατρίδας
Σε απόμερη ακτή  της μακρινής Βενεζουέλας.

«Μαρακαΐμπο, Μαρακαΐμπο
Κι εδώ νερό;
Μαρακαΐμπο, Μαρακαΐμπο
Κι εδώ αιώνια άνοιξη;»

Ζητούσε μια χώρα μακρινή
Χωρίς αρμύρα, χωρίς νερό.
Χωρίς την ταξιδιάρα  θάλασσα.
Κι εβρήκε το απύθμενο του ωκεανού ποτάμι.

Έφυγε μακριά, μίλια και μίλια
Πέρα από τα ύδατα-τα χλοερά της θύμισης.
Κι ως έφθασε στα ύψη που ζητούσε
Έστειλε μήνυμα – προσευχή
Να ακούσουν πλανεύτρες θάλασσες
 κι οργίλοι ωκεανοί:
«Απάγκιο μου Βαλένσια.
Απ’ άγιους θαλασσινούς
Και  μνήμες ξελογιάστρες – χώρια
Εδώ είναι η θάλασσά μου.
Εδώ η μνήμη θα αγκυρώσει».
Εφίλησε το χώμα της Βαλένσιας.
Κι είπε:
«Λιμάνι μου στερνό
Και της ψυχής μουράγιο.
Πέρα από την ψεύτρα θάλασσα
 τον  δολερό Ωκεανό.
Λιμάνι της ψυχής μου - εδώ
Στις στράτες της Βαλένσια» 

Από τη Μήθυμνα που γεννήθηκα στη Βαλένσια της αποδημίας μου

Τετάρτη 20 Απριλίου 2016

«επί πτίλων αύρας λεπτής εαρινής»



Με πολλή χαρά πήρα στα χέρια μου το βιβλίο «Υστερόγραφα μιας διαδρομής» του φίλου κ. Στράτου Δουκάκη και χάρηκα την ανάγνωσή του, με τη δίψα του ανθρώπου που, μέσα στην αιχμηρότητα της εποχής μας, επιθυμεί συχνά τη δροσιά του «αλομένου ύδατος» μιας γνήσιας δημιουργίας. 
Το βιβλίο δομείται και διαρθρώνεται σε δυο άνισα, ως προς την έκτασή τους, μέρη. Το πρώτο, που είναι και το εκτενέστερο, περιλαμβάνει 66 πεζά κείμενα (χρονογραφήματα, ενθυμήματα, λυρικές πρόζες, «ενδοσκοπήσεις» και μύχιες «εκ βαθέων» εξομολογήσεις προσωπικών βιωμάτων και συναισθημάτων κ.λπ.) και το δεύτερο με τον τίτλο «Φραγμέντα» (θραύσματα και σπαράγματα σκέψεων, εμπνεύσεων, στοχασμών κ.λπ.), που απαρτίζεται από 20 ποιήματα σε ελεύθερο στίχο.
Τα περιεχόμενα του βιβλίου ολοκληρώνονται με ένα εκτενή πρόλογο που υπογράφει ο εκλεκτός Λέσβιος ποιητής Δ. Νικορέτζος και από την εισαγωγή του συγγραφέα.
Στα πεζά κείμενα του βιβλίου, τα λυρικά αυτά «κομψογραφήματά» του, είναι εμφανέστατος ο λυρισμός και ο στοχασμός του συγγραφέα τους, ο οποίος «ενώπιος ενωπίω», όπως γράφει, με τον εαυτό του, καταδύεται στα βάθη του και φέρνει στην επιφάνεια «απωθημένα υστερόγραφα μια διαδρομής ενός παρελθόντος, από εκείνα που κάποιοι αμετανόητοι ρομαντικοί αρνούμαστε να το  αφήσουμε, όπως κι αυτό αρνείται να μας αφήσει».
Τα «Υστερόγραφα» αυτά, στο περιθώριο της επιστολής – ζωής μας, «δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα, γιατί αξίζει να τα θυμόμαστε;», αφού μικρά κι ασήμαντα κι αν είναι σηματοδοτούν την πορεία της ζωής μας, συμπληρώνουν και φωτίζουν την προσωπικότητά μας, καθώς και το χαρακτήρα μας. Παράλληλα, αποκαλύπτουν πτυχές της ζωής μας που δεν είναι ορατές από τους άλλους στις καθημερινές μας επαφές μαζί τους και ότι μέσα μας μπορεί να υπάρχει και ένας άλλος άνθρωπος, ευαίσθητος και «λανθάνων» ποιητής, όπως εν προκειμένω ο συγγραφέας του βιβλίου, που τον αγνοούσαμε.
Τα 20 ποιήματα που περιλαμβάνει το βιβλίο, είναι κι αυτά –όπως τα πεζά κείμενα– βιωματικά, ενδοσκοπήσεις και εξομολογήσεις στο α’ πρόσωπο με υπαινικτικό κοινωνικό στοχασμό και παφλάζοντα λυρισμό. Πρόκειται για ποιήματα χαμηλών τόνων αλλά ουσιαστικών κραδασμών, σε λιτό στίχο, χωρίς περιττά φραστικά στολίδια και απαγκιστρωμένα από τον εναγκαλισμό της ρίμας της παραδοσιακής ποίησης.
Η γλώσσα-έκφραση, τόσο των κειμένων όσο και των ποιημάτων, χαρακτηρίζεται από πληρότητα και αρτιότητα. Ο λόγος είναι απλός, αδρός, λιτός και στιλπνός και η γραφή αρμονική, σαφής, γνήσιας λυρικής διάθεσης, ευγένειας, τρυφερότητας, απλότητας στοχασμών, καθαρότητας ιδεών και διαφάνειας αισθημάτων.
Αλλά και η αισθητική εμφάνιση του βιβλίου δεν υστερεί, αφού, ως καλαίσθητη και εξαιρετικά επιμελημένη, εντυπωσιάζει και ελκύει τον αναγνώστη. Στο εξώφυλλό του εικονίζεται ένα λιμάνι με αραγμένα μικρά ιστιοφόρα, έτοιμα να πραγματοποιήσουμε μ’ αυτά «διαδρομές» στις ανοιχτές θάλασσες της ζωής. Το εικονιστικό στοιχείο του εξωφύλλου, σε όποια βιβλία υπάρχει, είναι γνωστό ότι, κατά την πάγια τακτική, συνιστά και την αναγνωστική του ταυτότητα.
Ο κ. Στράτος Δουκάκης στα κείμενα και στα ποιήματα του βιβλίου του καταδύεται στα άδυτα της ψυχής του, περιπλανάται στο λαβύρινθο της μνήμης, αναζητεί είδωλα του παρελθόντος και συνομιλεί για τη ζωή και το χρόνο. Στο ταξίδι αυτό ροτάρει με νοσταλγική, μελαγχολική διάθεση, ρεμβασμό αλλά και θλίψη, για τις απώλειες που φέρνει ο χρόνος. Ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του, τις νοσταλγίες, τις καθημερινές στιγμές, με μια βαθιά και ανυπόκριτη αγάπη και ανθρωπιά για ό,τι δίνει νόημα, αξία και περιεχόμενο στη ζωή μας. Γύρω απ’ όλα αυτά τα «είδωλα» και τις μνήμες πλέκει τον ευγενικό του στοχασμό και τον γνήσιο και λεπτής ευαισθησίας παλλόμενο λυρισμό του. Ο συγγραφέας ξέρει να βλέπει βαθιά και πλούσια τον εξωτερικό κόσμο, τις ομορφιές της φύσης του νησιού του, και την ανθρώπινη ψυχή, όπως και το να μιλά για πράγματα που αγαπά. Και όπως όλοι ξέρουμε, όταν κάποιος αγαπά κάτι, αυτό το κάνει καλά.
Το βιβλίο αυτό του κ. Στράτου Δουκάκη έρχεται «επί πτίλων αύρας λεπτής εαρινής» (Αλ. Παπαδιαμάντης) να δροσίσει το ραφιναρισμένο «τίποτα» των καιρών  μας και τη διαβρωμένη καθημερινότητά μας. Το καλοδεχόμαστε και συγχαίρουμε τον συγγραφέα του. Έτσι απλά, αλλά εγκάρδια και ειλικρινά.
Νίκος Δέτσης
Φιλόλογος – τ. Λυκειάρχης

Ξεφυλλίστε και διαβάστε το περιοδικό από ΕΔΩ



Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Οι χαμένες ώρες


Οι χαμένες ώρες
(Άσκηση ορθογραφίας)


Από το βιβλίο της Φωτεινής Φραγκούλη 
«Ελιά στο πέλαγος»,

που κυκλοφόρησε πρόσφατα 
από τις εκδόσεις Πατάκη 













Όσο ήταν μικρός και νέος, άκουγε τους aνθρώπους συχνά να λένε:
«Πήγε χαμένη η ώρα µου».
«Τόσος κόπος, χαμένη ώρα».
«Την ώρα µου µόνο έχασα και αποτέλεσμα; Μηδέν».
«Αχ, τόσες ώρες χαμένες!»
Όλη του τη ζωή αναρωτιόταν. Και τώρα να, ακούει ακριβώς την ίδια απορία από τα χείλη του μικρού του εγγονού:
«Πού πάει, παππού, η ώρα που χάθηκε;».
Και αυτός, ο παππούς, απαντά µε βεβαιότητα πια:
«Οι ώρες που χάνονται πηγαίνουν στα λουλούδια των δέντρων. Τα ζεσταίνουν κι αυτά ωριμάζουν, γίνονται καρπός. Χρωματίζουν τα όνειρα, ωριμάζουν τα κρυφά συναισθήματα. Τρυπώνουν στις κατσαρόλες της κουζίνας και νοστιμίζουν τα φαγητά. Ωριµάζουν τις γεύσεις. Κρύβονται στα φτερά των µικρών πουλιών και τα δυναμώνουν. Ωριµάζουν τη στιγμή της απογείωσης. Οι χαμένες ώρες ξεκουράζονται στο µυαλό των καλλιτεχνών και τους δίνουν ιδέες για δημιουργία. Ωριµάζουν την έμπνευση. Πηγαίνουν και στα πόδια και στα χέρια του εργάτη. Τα χαϊδεύουν, τα ξεκουράζουν. Ωριµάζουν την κούραση, την κάνουν εμπειρία, µαστοριά. Κάθονται στου σταχυού το άγανο και µαθαίνουν από τον άνεμο τα µυστικά της ζωής. Κουρνιάζουν στις συντροφιές και δίνουν φωνή να τραγουδούν οι άνθρωποι τη χαρά και τη λύπη τους. Ωριµάζουν τα αισθήματα, τα κάνουν µουσική. Οι χαμένες ώρες χαϊδεύουν την απουσία των αγαπημένων µας. Τους ξαναφέρνουν στη µνήµη µας. Τον πόνο µας ωριμάζουν.
»Αχ, παιδάκι µου! Και πού δεν πάνε οι χαμένες ώρες!
»Κάθονται και στο µπαστούνι µου και µου φιλούν το χέρι. Ακουμπούν στις ρυτίδες του προσώπου µου και µου ψιθυρίζουν πως η ζωή είναι ωραία, ωραία κι ας είναι δύσκολη».
«∆ηλαδή, παππού, οι ώρες δε χάνονται;»
«Όχι, αγόρι µου. Τίποτα δε χάνεται. Οι χαμένες ώρες είναι µέσα σε όλα τα ώριμα και τα ωραία. Ίσως γι’ αυτό τα λέμε ωραία και ώριμα, γιατί µέσα τους κουβαλούν τις “χαμένες” µας ώρες».

Αναδημοσίευση από το dim/art.

Την Παρασκευή 8 Απριλίου στις 20:30 στο Βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ 
θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου της Φωτεινής Φραγκούλη